- ορισμός
- définition
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ὁρισμός — marking out by boundaries masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορισμός — ο (ΑΜ ὁρισμός) [ορίζω] (φιλοσ.) πρόταση με την οποία, σε συντομία αλλά και με πληρότητα, δηλώνονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, μιας ιδιότητας ή μιας σχέσης, το περιεχόμενο μιας έννοιας ή μιας λέξης, χαρακτηριστικά … Dictionary of Greek
ορισμός — ο 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ορίζω, προσδιορισμός, καθορισμός: Ορισμός αντικλήτου, αντιπροσώπου. 2. (λογ.), διατύπωση των ουσιαστικών χαρακτηριστικών μιας έννοιας: Η διερεύνηση του βάθους των εννοιών μάς δίνει τους καλούς ορισμούς. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφορισμός — Ορισμός, αποφθεγματική γνωμάτευση· η απομάκρυνση, ο αποκλεισμός από την κοινωνία των χριστιανών. Στο πλαίσιο της εκκλησίας, ο α. είναι η αφαίρεση του δικαιώματος να συμμετέχει ο πιστός μαζί με τους άλλους συντρόφους του στις διάφορες λατρευτικές… … Dictionary of Greek
ὁρισμοῖν — ὁρισμός marking out by boundaries masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρισμοῖς — ὁρισμός marking out by boundaries masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρισμοί — ὁρισμός marking out by boundaries masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρισμοῦ — ὁρισμός marking out by boundaries masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρισμούς — ὁρισμός marking out by boundaries masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρισμῶ — ὁρισμός marking out by boundaries masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρισμῶν — ὁρισμός marking out by boundaries masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)